- βελτιώσιμος
- ος , ον могущий быть улучшенным, стать лучше
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βελτιώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να βελτιωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελτίωση ( ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
βελτιώσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται βελτίωση: Η κατάστασή του μπορεί να είναι άσχημη, είναι όμως βελτιώσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)